Чтобы сайт работал правильно, используйте последнуюю версию
Google Chrome
,
Firefox
или
Internet Explorer
.
Закрыть
Создать набор
Подборка
Язык
Русский
English
Войти
Весь набор
Просмотр
Игра
Неправильные глаголы
micha
Отправить в приложение
Отметить как выучено
Неправильные глаголы
κάνω (έκανα, κάνω,, κάνε/κάντε)
делать
ξέρω (ήξερα, ξερω,, ξέρε/ξέρετε-н.в.)
знать
πηγαίνω (πήγα, πάω,, πήγαινε/πηγαίντε, πάτε
идти
περιμένω (περίμεινα, περιμείνω,, περίμεινε/περιμείνετε
ждать
βάζω (έβαλα, βάλω,, βάλε/βάλτε) (βάλθηκα)
класть (+СЗ)
βγάζω (έβγαλα, βγάλω,, βγάλε/βγάλτε) (βγάλθηκα)
1)вынимать (+СЗ); 2)производить, порождать
δίνω (έδωσα, δώσω,, δώσε/δώστε) (δόθηκα)
давать (СЗ=отдаваться, предаваться)
καταλαβαίνω (κατάλαβα, καταλάβω,, κατάλαβε/καταλάβετε)
понимать
μαθαίνω (έμαθα, μάθω,, μάθε/μάθετε)
learn, учить
μένω (έμεινα, μείνω,, μείνε/μείνετε)
жить, проживать
παίρνω (πήρα, πάρω,, πάρε/πάρτε) (πάρθηκα)
брать, получать
παραγγέλνω (παράγγειλα, παράγγειλω,, παράγγειλε/παραγγείλετε)
заказывать, предписывать)
πέφτω (έπεσα, πέσω,, πέσε/πέστε)
падать
πλένω (έπλυνα, πλύνω,, πλύνε/πλύντε) (πλύθηκα,, πλύσου/πλυθείτε)
мыть (мыться)
στέλνω (έστειλα, στείλω,, στείλε/στείλτε) (στάλθηκα)
отправлять (+СЗ)
τρώω (έφαγα, φάω,, φάε/φάτε) (φαγύθηκα)
есть (СЗ=быть съедобным, сносным)
φέρνω (έφερα, φέρω,, φέρε/φέρτε) (φέρθηκα)
приносить (+СЗ)
φεύγω (έφυγα, φύγω,, φύγε/φύγετε)
уходить
βλέπω (είδα, δω,, δες/δείτε) (ειδώθηκα)
видеть (+СЗ)
λέω (είπα, πω,, πες/πείτε) (ειπώθηκα,, -/ειπωδείτε)
сказать, говорить (СЗ=называться, именоваться, слыть)
πίνω (ήπια, πίω,, πιές/πιείτε, πιέτε)
пить
μπαίνω (μπήκα, μπω,, μπες/μπείτε)
enter, входить
βγαίνω (βγήκα, βγω,, βγες/βγείτε)
exit, выходить
βρίσκω (βρήκα, βρω,, βρες/βρείτε) (βρέθηκα,, -/βρεθείτε)
находить, считать (СЗ=оказаться, очутиться, находиться)
ανεβαίνω (ανέβηκα, ανεβώ,, ανέβα/ανεβείτε)
подниматься
κατεβαίνω (κατέβηκα, κατεβώ,, κατέβα/κατεβείτε)
спускаться
προλαβαίνω (πρόλαβα, προλάβω,, πρόλαβε/προλάβετε)
1)успевать; 2)упреждать, предотвращать, предупреждать (prevent)
λαμβάνω (έλαβα, λάβω,, έλαβε/λάβετε) (λήφθηκα, -/ληφθείτε)
получать, принимать; брать, взять (receive)
Отзыв